μόλος

μόλος
ο
(λ. ιταλ.), τεχνητή προκυμαία μέσα στη θάλασσα για να δένουν τα πλοία, προβλήτα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Μόλος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόλος — Μυθολογικό πρόσωπο. Νόθος γιος του Δευκαλίωνα, ετεροθαλής αδελφός του Ιδομενέα και πατέρας του Μυριόνη. Στην Ιλιάδα αναφέρεται ότι, όταν ο τελευταίος έφευγε για την Τροία, ο πατέρας του τού έδωσε, για να προστατεύει το κεφάλι του από τα εχθρικά… …   Dictionary of Greek

  • Μόλω — Μόλος masc nom/voc/acc dual Μόλος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μόλε — Μόλος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μόλοι — Μόλος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μόλοιο — Μόλος masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μόλοις — Μόλος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μόλον — Μόλος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μόλου — Μόλος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μόλων — Μόλος masc gen pl Μόλων masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”